παρετυμολογία

παρετυμολογία
η
η εσφαλμένη ετυμολογία μιας λέξης, δηλ. η εσφαλμένη ερμηνεία τού ετύμου, τής αληθινής και αρχικής σημασίας και μορφής μιας λέξης και κατά συνέπεια η εσφαλμένη απόδοσή της.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρετυμολογώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στον Γ. Πανταζίδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παρετυμολογία — η λαθεμένη ετυμολογία της λέξης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

  • Βοιωτός — I Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Ποσειδώνα και της Άρνης, εγγονός του Κρόνου και του Αιόλου και αδελφός του Αιόλου του νεότερου. Έχτισε πόλη για να τιμήσει τη μητέρα του στη χώρα που ονομάστηκε από αυτόν Βοιωτία. II (4ος αι. π.Χ.). Ποιητής από την… …   Dictionary of Greek

  • Γραικός — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 560 μ., 61 κάτ.) του νομού Αρκαδίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Φαλαισίας. * * * ο (AM Γραικός) Έλληνας. [ΕΤΥΜΟΛ. Με τη λ. Γραικοί, κατά τον Αριστοτέλη, χαρακτηρίζονταν αρχικά οι Δωριείς τής Ηπείρου και πιο συγκεκριμένα …   Dictionary of Greek

  • Πήγασος — I Φτερωτό άλογο της μυθολογίας. Ήταν γιος του Ποσειδώνα και της Μέδουσας. Αναπήδησε από το αίμα της μητέρας του όταν την αποκεφάλισε ο Περσέας. Σύμφωνα με άλλο μύθο, ξεπήδησε από το χώμα της Ακρόπολης όταν ο Ποσειδώνας, μαλώνοντας με την Αθηνά… …   Dictionary of Greek

  • Πνύξ — κός, η, ΝΜΑ, και Πνύκα, Ν, και Πνύξ, Πυκνός, Α βραχώδες ημικυκλικό ύψωμα ανάμεσα στον λόφο τών Νυμφών και τον λόφο τών Μουσών, όπου γίνονταν οι συνεδριάσεις τής εκκλησίας τού δήμου τών Αθηναίων. [ΕΤΥΜΟΛ. Τοπωνύμιο άγνωστης ετυμολ. που ανάγεται… …   Dictionary of Greek

  • Πυθώ — οῡς, ἡ, Α 1. η χώρα όπου βρίσκεται η πόλη τών Δελφών 2. οι Δελφοί. [ΕΤΥΜΟΛ. Τοπωνύμιο άγνωστης ετυμολ. Οι Αρχαίοι είχαν συνδέσει τη λ. με το ρ. πύθομαι «σαπίζω, αποσυντίθεμαι», λόγω τής αποσύνθεσης τού ερπετού που είχε σκοτώσει εκεί ο Απόλλων. Η… …   Dictionary of Greek

  • Τιτάν — (Αστρον.). Ένας από τους 9 δορυφόρους του Κρόνου και ο λαμπρότερος. Είναι ορατός με τηλεσκόπιο μικρής έντασης ως αστέρας 8,3 μεγέθους. Ανακαλύφθηκε το 1655 από τον Χούιγκενς. Σε σειρά απόστασης από τον κεντρικό πλανήτη έρχεται έκτος και απέχει… …   Dictionary of Greek

  • Τυφωεύς — έως και επικ. τ. έος, και Τυφώς, ῶ, ὁ, Α ο Τυφών. [ΕΤΥΜΟΛ. Θεωνύμιο τού προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος ή δάνειο από την περιοχή τής Μικράς Ασίας. Ο τ. Τυφω εύς αποτελεί παρεκτεταμένη μορφή με επίθημα εύς τού τ. Τυφώς. Η σύνδεση τών τ. με την …   Dictionary of Greek

  • Χάρυβδη — η / Χάρυβδις, ύβδεως, ΝΜΑ, και ιων. τ. γεν. ύβδιος Α μυθ. μυθικό θαλάσσιο τέρας, με μορφή γυναίκας, προσωποποίηση τής θαλάσσιας δίνης, που μαζί με τη Σκύλλα καταπόντιζε τα πλοία και κατάπινε τους ναύτες, όταν περνούσαν τον Σικελικό Πορθμό νεοελλ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”